μπαστούνι

μπαστούνι
Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες σημασίες και λειτουργίες. Έτσι η «στραταρχική ράβδος», της οποίας η προέλευση είναι αρχαιότατη, συνδέεται με την πρωταρχική αντίληψη της εξουσίας –με την έννοια του υπέρτατου δικαιώματος επί του υπηκόου– και παραδιδόταν στα χέρια των στρατιωτικών ηγετών, των ναυάρχων, των κυβερνητών. Ίχνη της βρίσκουμε στα αιγυπτιακά και σε ελληνικά και ρωμαϊκά μνημεία. Από αυτήν προέρχεται το σκήπτρο, έμβλημα της βασιλείας. Η συμβολική σημασία της «στραταρχικής ράβδου» είναι αρκετά παλιά. Στις αιγυπτιακές επιτάφιες απεικονίσεις, δίπλα στους νεκρούς τοποθετείται μ., απαραίτητο για την είσοδο στο ουράνιο βασίλειο. Η ακατανίκητη δύναμη της υψωμένης ράβδου μεταβιβάστηκε και στο «μαγικό ραβδί» των παραμυθιών. Έχουν επίσης ονομαστεί «στραταρχικές ράβδοι» μερικά προϊστορικά αντικείμενα, αβέβαιης χρήσης, που ανήκουν κυρίως στη μαγδαλένια περίοδο (ανώτερη παλαιολιθική εποχή). Είναι φτιαγμένα από κέρατο ταράνδου, έχουν μία ή πρισσότερες τρύπες και είναι στολισμένα με διακοσμητικά σκαλίσματα που παριστάνουν κυνηγετικές σκηνές. Στις αρχές του Μεσαίωνα εμφανίζεται η «ποιμαντορική» ράβδος, σύμβολο της επισκοπικής εξουσίας, που προήλθε, όπως είναι φανερό, από τη θρησκευτική αντίληψη του «ποιμένα των ψυχών». Μεγάλη σημασία απέκτησε ως μόδα το μ. περιπάτου. Είναι πιθανόν ότι το χρησιμοποιούσαν ήδη από τον 11o αι., αλλά τα πρώτα προσιτά δείγματα αρχίζουν από τον 14o αι. Ως είδος πολυτελείας ήταν ιδιαίτερο γνώρισμα των προνομιούχων τάξεων. Από τον 15o αι. έγινε είδος κοινής χρήσης. Εκτός από τα πανάκριβα μ., τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια και εγχαράξεις, άλλα ήταν φτιαγμένα από απλό καλάμι και, στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’, τα χρησιμοποιούσαν και οι γυναίκες. Μακριά και στολισμένα με ταινίες, είχαν λαβή από ελεφαντόδοντο, που συχνά χρησίμευε και ως θήκη για αρώματα ή έκρυβε ολόκληρο ρολόι. Αλλάζοντας σχήμα και μέγεθος, το μ. περιπάτου εξακολούθησε να υπάρχει – με ασημένια λαβή – κατά τον 19o αι., ως απαραίτητο συμπλήρωμα της εικόνας του παρισινού σικ και έφτασε στο απόγειο της δόξας του στις αρχές του 20ού. Κανένας κομψός άντρας δεν μπορούσε να το αποχωριστεί και η μόδα επέβαλλε διάφορους τύπους, ανάλογα με την ώρα: από ευλύγιστο σχίνο για το πρωί, πιο βαρύ και σοβαρό για το βράδυ, με ασημένια ή χρυσή λαβή. Γενικά αποτελούσε αδιαμφισβήτητη ένδειξη της «τάξης» εκείνου που το κρατούσε. Σε διάφορες εποχές, μερικά μ., που λέγονταν «οπλισμένα» ή «ζωντανά», έκρυβαν όπλο στο κούφωμα τους (πχ. εγχειρίδιο, σπαθί ή ακόμα και τουφέκι). Μπαστούνι με περίτεχνη λαβή.
* * *
το
1. (γενικά) ραβδί
2. (ειδικά) βακτηρία την οποία χρησιμοποιούν ως στήριγμα κυρίως οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν
2. ναυτ. το δοράτιο τού αρτέμονα ιστιοφόρου
3. τεχνητός μώλος λιμανιού
4. μία από τις τέσσερεις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα
5. φρ. «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς
5. παροιμ. «δύο άκρες έχει το μπαστούνι, μια τού μουσαφίρη και μια τού νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με ξυλοκόπημα κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον άλλο, δηλαδή από αυτόν τον οποίο απειλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. βεν. baston < μσν. λατ. bastum < *bastare «βαστάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαστούνι — το ιού (λ. βενετ.) 1. ραβδί, βακτηρία. 2. φρ., «Τα βρήκε μπαστούνια», συνάντησε αξεπέραστα εμπόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • ασκίπων — ἀσκίπων ( ονος), ο (Α) αυτός που δεν κρατά «σκίπονα», μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκίπων, ο «ράβδος, μπαστούνι»] …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • μπαστουνόβλαχος — ο 1. βοσκός 2. (κατ επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος] …   Dictionary of Greek

  • ραβδί — το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν [ῥάβδος] (ως υποκορ. τού ράβδος) 1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλαντα β. «Ἑρμῆς δ ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής… …   Dictionary of Greek

  • σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”